- βοϊκός
- βοϊκός,A v. βοεικός. Adv.
-κῶς Porph.Abst.3.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κῶς Porph.Abst.3.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοεικός — και βοϊκός, ή, όν (Α) ο βόειος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βοεικός < βόειος, με επίθημα κ κατά τα επίθετα σε κός (ιππικός), ενω ο μτγν. τ. βοϊκός < βους (βοός)] … Dictionary of Greek